Κατηγορία: Ο

Ολουένα:

Συνεχώς.

Ιέρχιτι ολουένα αυτόνο του κταβάκ’ στη πουόρτα μας. Θα του πάρουμι για μαναράκ'(ι)

Ουρλιέμαι, ουρλιέμι:

Ουρλιάζω.

Μην ουρλιέσι αρέ μας ακούει ου κόσμους κι θα νουμίζ’ ουότ’ σι σφάζ’νε!

Ουλλ’ νούς:

Όλους.

-Είπις σ’ ουλλ’νούς να ‘ρθνι;

-Έμ τι κάνε δε τς’ούπα!

Οχτος:

Χαμηλό ύψωμα γής για κεκλιμένες καλλιέργειες για να συγκρατείται το χώμα.

Ιέσπασι του κάρου κουντά στούν όχτο, τ’ άφ’κα αδικεί κι σκώθ’κα κι ιέφ’κα.

 

 

Ουϊδίζω:

Μοιάζω.

Δεν όϊδισι κατ’ ιμένα αυτό το πιδί, όϊδισι κατ’ τούν πατιέρα’τ.

Ούι!:

Δηλώνει θαυμασμό ή έκπληξη.

Ούϊ μάνα’μ τι σπταρόνα είνι αυτήν; ντρέπισι να πατήεις σ’ λέου!

error: Content is protected !!